κατρακυλώ

κατρακυλώ
-άω
1. κυλιέμαι προς τα κάτω, κατέρχομαι γλιστρώντας ή με αλλεπάλληλες ανατροπές (α. «κατρακύλησε από τη σκάλα» β. «το αυτοκίνητο κατρακύλησε στον γκρεμό»)
2. (για νερό) χύνομαι
3. κάνω κάποιον να κυλήσει γρήγορα προς τα κάτω, μετακινώ κάποιον ή κάτι με κατρακύλημα
4. αναγκάζω κάποιον να υποστεί ραγδαία υλική ή ηθική πτώση
5. υφίσταμαι κατρακύλα, παθαίνω υλικό ή ηθικό ξεπεσμό («κατρακυλούν καθημερινά οι μετοχές τής εταιρείας»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατα-κυλώ, το οποίο με προληπτική ανάπτυξη -λ- έγινε κατλα- -κυλώ και με ανομοίωση έδωσε κατρα- -κυλώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κατρακυλώ — και κατρακυλάω κατρακύλησα, κατρακυλήθηκα, κατρακυλημένος 1. κυλάω κάτι γρήγορα προς τα κάτω: Κατρακύλησαν βράχια από την κορφή του βουνού. 2. κάνω κάτι να πέσει προς τα κάτω ή να πάθει μείωση σωματική ή οικονομική: Την κατρακύλησαν τα βάσανα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κατρακυλώ — κατρακυλάω / κατρακυλώ, κατρακύλησα βλ. πίν. 58 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • Ρ, ρ — (αρχαία ελληνικά ρω). Το δέκατο έβδομο γράμμα του ελληνικού αλφάβητου. Προέρχεται από το σημιτικό resh (= κεφάλι ανθρώπου) που γραφόταν  ή  . Με το ίδιο περίπου σχήμα (, ), παριστάνεται το ρο στις αρχαιότερες επιγραφές της Θήρας, της Κρήτης,… …   Dictionary of Greek

  • αποθρώσκω — ἀποθρῴσκω (Α) 1. πηδώ έξω από πλοίο («...νηός, ἀπὸ νηός»), κάτω από άλογο («...ἀπὸ τῶν ἵππων») 2. εκτινάσσομαι από τη νευρά του τόξου (για βέλος) 3. βγαίνω, ξεπροβάλλω («καὶ καπνὸν ἀποθρῴσκοντα νοῆσαι ἧς γαίης») 4. (για βράχο) αποσπώμαι και… …   Dictionary of Greek

  • κατακυλίω — (Α κατακυλίω) κυλώ κάτι προς τα κάτω, κατρακυλώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κυλίω «κυλώ»] …   Dictionary of Greek

  • κατρακυλιστός — ή, ό αυτός που μετακινήθηκε ή μετακινείται με κατρακύλισμα. επίρρ... κατρακυλιστά με κατρακύλισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατρακυλώ (πρβλ. και κατρακύλισμα)] …   Dictionary of Greek

  • κατρακύλα — η 1. κατρακύλημα, κουτρουβάλημα 2. τόπος κατάλληλος για κατολίσθηση ογκολίθων 3. οικονομικός ή ηθικός ξεπεσμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατρακυλώ υποχωρητικά] …   Dictionary of Greek

  • κατρακύλημα — το [κατρακυλώ] 1. γρήγορο κύλισμα προς τα κάτω, γρήγορη κατολίσθηση 2. απότομη πτώση, ραγδαία μείωση …   Dictionary of Greek

  • κατρακύλι — το 1. όργανο, κύλινδρος ή μικρός τροχός, που χρησιμεύει για να διευκολύνει το κύλισμα βαριών αντικειμένων 2. τόπος κατάλληλος για κατολίσθηση ογκολίθων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατρακυλώ ή < κατρακύλα με αλλαγή γένους] …   Dictionary of Greek

  • κατρακύλισμα — το το κατρακύλημα*. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά τα παράγωγα ρ. σε ίζω από τον αόρ. κατρακύλησα τού κατρακυλώ, που συνέπιπτε φωνητικά με τα ρ. σε ίζω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”